αποστομωτικός

αποστομωτικός
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί αποστόμωση, που εξαναγκάζει σε σιγή («αποστομωτική απάντηση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποστομώνω, -στομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποστομωτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αποστομώνει: Η απάντηση που του δωσες ήταν αποστομωτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιμώδης — ῶδες, Α [φιμός] 1. όμοιος με φίμωτρο 2. μτφ. αποστομωτικός, σκληρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”